ξέσπασμα
[ˈksespazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Ausbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich mξέσπασμα οργήςξέσπασμα οργής
examples
- ξέσπασμα ξεφωνητώνSchreikrampfαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ξέσπασμα οργήςWutausbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ξέσπασμα πολέμουKriegsausbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m