ξάφνιασμα
[ˈksafɲazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Überraschungθηλυκό | Femininum, weiblich fξάφνιασμα έκπληξηξάφνιασμα έκπληξη
- (Er-)Staunenουδέτερο | Neutrum, sächlich nξάφνιασμα αμηχανίαξάφνιασμα αμηχανία