„ξάδελφος“: αρσενικό ξάδελφος [ˈksaðelfos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Vetter Cousin Vetterαρσενικό | Maskulinum, männlich m Cousinαρσενικό | Maskulinum, männlich m ξάδελφος ξάδελφος