„νωχελικός“ νωχελικός [noçeliˈkos], νωχελική, νωχελικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gemächlich, langsam, lässig gemächlich, langsam, lässig νωχελικός νωχελικός