νωπογραφία
[nopoɣraˈfia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Freskoουδέτερο | Neutrum, sächlich nνωπογραφίανωπογραφία
examples
- νωπογραφία οροφήςDeckengemäldeουδέτερο | Neutrum, sächlich n