„νυχτοφύλακας“: αρσενικό νυχτοφύλακας [nixtoˈfilakas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nachtwächter Nachtwächterαρσενικό | Maskulinum, männlich m νυχτοφύλακας νυχτοφύλακας