„νυχτοπούλι“: ουδέτερο νυχτοπούλι [nixtoˈpuli]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nachteule Nachteuleθηλυκό | Femininum, weiblich f νυχτοπούλι νυχτοπούλι