„νυχτικιά“: θηλυκό νυχτικιά [nixtiˈkjja]θηλυκό | Femininum, weiblich f, νυχτικό [nixtiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nachthemd Nachthemdουδέτερο | Neutrum, sächlich n νυχτικιά νυχτικιά