„ντοματοσαλάτα“: θηλυκό ντοματοσαλάτα [domatosaˈlata]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Tomatensalat Tomatensalatαρσενικό | Maskulinum, männlich m ντοματοσαλάτα ντοματοσαλάτα