„ντοκουμέντο“: ουδέτερο ντοκουμέντο [dokuˈmendo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Dokument Dokumentουδέτερο | Neutrum, sächlich n ντοκουμέντο ιστορία | Geschichteιστ ντοκουμέντο ιστορία | Geschichteιστ