„ντεραπάρισμα“: ουδέτερο ντεραπάρισμα [deraˈparizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schleudern Schleudernουδέτερο | Neutrum, sächlich n ντεραπάρισμα ντεραπάρισμα