„νοσταλγικός“ νοσταλγικός [nostaljiˈkos], νοσταλγική, νοσταλγικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) nostalgisch nostalgisch νοσταλγικός νοσταλγικός