νοσοκόμος
[nosoˈkomos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Krankenpflegerαρσενικό | Maskulinum, männlich mνοσοκόμοςνοσοκόμος
examples
- νοσοκόμος ηλικιωμένωνAltenpflegerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- νοσοκόμος παίδωνKinderpflegerαρσενικό | Maskulinum, männlich m