„νοσηλεύτρια“: θηλυκό νοσηλεύτρια [nosiˈleftria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Krankenpflegerin Krankenpflegerinθηλυκό | Femininum, weiblich f νοσηλεύτρια νοσηλεύτρια