„νομοθέτης“: αρσενικό νομοθέτης [nomoˈθetis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gesetzgeber Gesetzgeberαρσενικό | Maskulinum, männlich m νομοθέτης νομοθέτης