„Νιόβη“: θηλυκό Νιόβη [ˈɲovi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Niobe Niobeθηλυκό | Femininum, weiblich f Νιόβη μυθολογία | Mythologieμυθ Νιόβη μυθολογία | Mythologieμυθ