„νεόπλουτος“: επίθετο, ως επίθετο νεόπλουτος [neˈoplutos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, νεόπλουτη, νεόπλουτο Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) neureich neureich νεόπλουτος νεόπλουτος „νεόπλουτος“: αρσενικό και θηλυκό νεόπλουτος [neˈoplutos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Neureiche Neureiche(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f νεόπλουτος νεόπλουτος