„νευροπάθεια“: θηλυκό νευροπάθεια [nevroˈpaθia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nervenleiden Nervenleidenουδέτερο | Neutrum, sächlich n νευροπάθεια νευροπάθεια