νευρομεταδότης
[nevrometaˈðotis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Neurotransmitterαρσενικό | Maskulinum, männlich mνευρομεταδότης ανατομία | Anatomieανατνευρομεταδότης ανατομία | Anatomieανατ