„νευριασμένος“ νευριασμένος [nevriazˈmenos], νευριασμένη, νευριασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) aufgeregt, genervt, ärgerlich aufgeregt, genervt, ärgerlich νευριασμένος νευριασμένος