„Νεοϋορκέζος“: αρσενικό Νεοϋορκέζος [neoiorˈkjezos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) New-Yorker New-Yorkerαρσενικό | Maskulinum, männlich m Νεοϋορκέζος Νεοϋορκέζος