„νεοφερμένος“: αρσενικό νεοφερμένος [neoferˈmenos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Neuankömmling Neuankömmlingαρσενικό | Maskulinum, männlich m νεοφερμένος νεοφερμένος