„νεογερμανός“ νεογερμανός [neojermaˈnos], νεογερμανή, νεογερμανόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) neudeutsch neudeutsch νεογερμανός νεογερμανός