νενομισμένος
[nenomizˈmenos], νενομισμένη, νενομισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- gesetzlich vorgeschriebenνενομισμένοςνενομισμένος
Thank you for your feedback!