„νεκταρίνι“: ουδέτερο νεκταρίνι [nektaˈrini]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nektarine Nektarineθηλυκό | Femininum, weiblich f νεκταρίνι νεκταρίνι