„ναύτης“: αρσενικό ναύτης [ˈnaftis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Matrose, Seemann Matroseαρσενικό | Maskulinum, männlich m ναύτης Seemannαρσενικό | Maskulinum, männlich m ναύτης ναύτης