„ναύαρχος“: αρσενικό και θηλυκό ναύαρχος [ˈnavarxos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Admiral Admiralαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f ναύαρχος ναύαρχος