„Ναυσικά“: θηλυκό Ναυσικά [nafsiˈka]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nausikaa Nausikaaθηλυκό | Femininum, weiblich f Ναυσικά μυθολογία | Mythologieμυθ Ναυσικά μυθολογία | Mythologieμυθ