„νάτριο“: ουδέτερο νάτριο [ˈnatrio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Natrium Natriumουδέτερο | Neutrum, sächlich n νάτριο χημεία | Chemieχημ νάτριο χημεία | Chemieχημ