„Νάρκισσος“: αρσενικό Νάρκισσος [ˈnarkjisos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Narziss Narzissαρσενικό | Maskulinum, männlich m Νάρκισσος μυθολογία | Mythologieμυθ Νάρκισσος μυθολογία | Mythologieμυθ
„νάρκισσος“: αρσενικό νάρκισσος [ˈnarkjisos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Narzisse Narzisseθηλυκό | Femininum, weiblich f νάρκισσος νάρκισσος