„μωσαϊκό“: ουδέτερο μωσαϊκό [mosaiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mosaik Mosaikουδέτερο | Neutrum, sächlich n μωσαϊκό μωσαϊκό