„μυρωδάτος“ μυρωδάτος [miroˈðatos], μυρωδάτη, μυρωδάτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) duftend duftend μυρωδάτος μυρωδάτος