„μυλωνάς“: αρσενικό μυλωνάς [miloˈnas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-άδες> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Müller Müllerαρσενικό | Maskulinum, männlich m μυλωνάς μυλωνάς