„μπουμπουνητό“: ουδέτερο μπουμπουνητό [bumbuniˈto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Donner Donnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m μπουμπουνητό μπουμπουνητό