„μποτιλιάρισμα“: ουδέτερο μποτιλιάρισμα [botiˈʎarizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stau (Verkehrs-)Stauαρσενικό | Maskulinum, männlich m μποτιλιάρισμα μποτιλιάρισμα