„μπιμπερό“: ουδέτερο μπιμπερό [bibeˈro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Flaschchen Flaschchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n μπιμπερό για βρέφη μπιμπερό για βρέφη