„μπεζ“: επίθετο, ως επίθετο μπεζ [bez]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj <άκλιτο | invariabel, unveränderlichinv> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) beige beige(farben) μπεζ μπεζ „μπεζ“: ουδέτερο μπεζ [bez]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <άκλιτο | invariabel, unveränderlichinv> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Beige Beigeουδέτερο | Neutrum, sächlich n μπεζ μπεζ