„μπανιέρα“: θηλυκό μπανιέρα [baˈɲera]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Badewanne Badewanneθηλυκό | Femininum, weiblich f μπανιέρα μπανιέρα