„μπαμπεσιά“: θηλυκό μπαμπεσιά [babeˈsja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gaunerei Gaunereiθηλυκό | Femininum, weiblich f μπαμπεσιά μπαμπεσιά