„μπακάλικο“: ουδέτερο μπακάλικο [baˈkaliko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lebensmittelgeschäft Lebensmittelgeschäftουδέτερο | Neutrum, sächlich n μπακάλικο μπακάλικο