„μπαγκαλόου“: ουδέτερο μπαγκαλόου [baŋgaˈlou]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bungalow Bungalowαρσενικό | Maskulinum, männlich m μπαγκαλόου μπαγκαλόου