μπέρδεμα
[ˈberðema]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verwechslungθηλυκό | Femininum, weiblich fμπέρδεμα σύγχυση ονομάτωνμπέρδεμα σύγχυση ονομάτων
- Verwirrungθηλυκό | Femininum, weiblich fμπέρδεμα μπερδεμένη κατάστασηKonfusionθηλυκό | Femininum, weiblich fμπέρδεμα μπερδεμένη κατάστασημπέρδεμα μπερδεμένη κατάσταση
- Ärgerαρσενικό | Maskulinum, männlich mμπέρδεμα πληθυντικός | Pluralpl μπελάδεςSchererei(en)θηλυκό | Femininum, weiblich f (πληθυντικός | Pluralpl)μπέρδεμα πληθυντικός | Pluralpl μπελάδεςμπέρδεμα πληθυντικός | Pluralpl μπελάδες
examples
- das ist ein heilloses Durcheinander