„μπάκα“: θηλυκό μπάκα [ˈbaka]θηλυκό | Femininum, weiblich f οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) dicker Bauch, Wampe dicker Bauchαρσενικό | Maskulinum, männlich m μπάκα Wampeθηλυκό | Femininum, weiblich f μπάκα μπάκα