„μουδιάζω“: αμετάβατο ρήμα μουδιάζω [muˈðjazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -σμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einschlafen einschlafen μουδιάζω μέλη μουδιάζω μέλη