μορφή
[morˈfi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Formθηλυκό | Femininum, weiblich fμορφή σχήμα, είδοςμορφή σχήμα, είδος
- Gestaltθηλυκό | Femininum, weiblich fμορφή εξωτερική εμφάνισηAussehenουδέτερο | Neutrum, sächlich nμορφή εξωτερική εμφάνισημορφή εξωτερική εμφάνιση
- Figurθηλυκό | Femininum, weiblich fμορφή φιγούρα, άνθρωποςμορφή φιγούρα, άνθρωπος
- Gesichtουδέτερο | Neutrum, sächlich nμορφή πρόσωπομορφή πρόσωπο
examples
- μορφή DIN®DIN®-Formatουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- μορφή αρχείουDateiformatουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- μορφή ζωήςLebensformθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples