„μονόχνοτος“: αρσενικό μονόχνοτος [moˈnoxnotos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Eigenbrötler Eigenbrötlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m μονόχνοτος μονόχνοτος