„μονόγλωσσος“ μονόγλωσσος [moˈnoɣlosos], μονόγλωσση, μονόγλωσσοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einsprachig einsprachig μονόγλωσσος μονόγλωσσος