μονοτονία
[monotoˈnia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Eintönigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fμονοτονίαMonotonieθηλυκό | Femininum, weiblich fμονοτονίαμονοτονία