„μονοσύλλαβος“ μονοσύλλαβος [monoˈsilavos], μονοσύλλαβη, μονοσύλλαβοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einsilbig einsilbig μονοσύλλαβος μονοσύλλαβος