„μονοεπίπεδος“ μονοεπίπεδος [monoeˈpipeðos], μονοεπίπεδη, μονοεπίπεδοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einstufig einstufig μονοεπίπεδος μονοεπίπεδος